Καλοκαιριάτικο πρωινό, οι ρυθμοί πιο χαλαροί, δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη ευκαιρία για να επισκεφτώ το Σέιχ Σου, «το δάσος της γειτονιάς μου». Οι φίλοι από την Αθήνα είχατε την Πάρνηθα (εμφατικός ο Παρατατικός) εμείς είχαμε τον Κέδρινο λόφο. Η αλήθεια είναι ότι είχα αρκετά χρόνια να τον περπατήσω. Έχω περάσει πάμπολλες φορές, με το αυτοκίνητο αλλά είναι διαφορετικά να το ζεις από κοντά, να το οσμίζεσαι, να το νοιώθεις με όλες τις αισθήσεις σου. Μια απροσδιόριστη δύναμη με κρατούσε μακριά, σαν να ήθελε το καλό μου. Όχι δεν ήταν το φάντασμα του περιβόητου «Δράκου» που με φόβιζε (και δεν εννοώ τον Παναγιώτη Γιαννάκη ασφαλώς). Ούτε οι πεταγμένες σύριγγες που άκουγα από φίλους και γνωστούς και ήμουν έτοιμος να αντικρύσω.
Ήταν η διαφορά του σήμερα με το χθες, που ήμουν βέβαιος ότι θα με σύγχυζε. Θυμάμαι το δάσος πυκνό, γεμάτο βλάστηση, πεύκα, θάμνους, «παχιές σκιές» για να μπορείς να κάθεσαι με τις ώρες και να απολαμβάνεις τη δροσιά τους. Ακμαίο και ολοζώντανο, όπως ήμουν κι εγώ στις φωτογραφίες που είχα τραβήξει πριν από καμιά 25 χρόνια, με τους νεότατους γονείς και τον αδερφό μου να παίζουμε ντυμένοι καρναβάλια. Σημαδιακή η περίσταση… Τώρα, όμως. Πάει. Μαράζωσε και αυτό. Και δεν επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση, παρά τις τόσες και τόσες εξαγγελίες και υποσχέσεις των τοπικών φορέων. Τα σημάδια της μεγάλης πυρκαγιάς του 1997, που έκαψε πάνω από 15 χιλιάδες στρέμματα δασικής έκτασης, δεν έχουν φύγει και – μεταξύ μας- δεν θα φύγουν ποτέ. Εξαφανίστηκαν σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας, όπως ακριβώς στην πρόσφατη οικολογική καταστροφή της Πάρνηθας.
Ευτυχώς, η ίδια η Φύση έχει προνοήσει και πάρα πολλά φυτά έχουν αρχίσει να ξαναφυτρώνουν από μόνα τους, γιατί μπορεί μεν να κάηκε το υπέργειο μέρος τους, αλλά οι ρίζες παρέμειναν ανέπαφες. Πευκάκια έχουν αρχίσει να ξεφυτρώνουν και να μεγαλώνουν στην περιοχή. Τα έλατα, όμως, ξεχάστε τα. Όσο για τεχνητή αναδάσωση καλύτερα να μην το συζητήσουμε. Φυτεύτηκαν υδρόφιλα δέντρα. Αυτά, όμως, ήθελαν περιποίηση, πότισμα και φροντίδα, που ουδείς τους πρόσφερε. Και μοιραία ξεράθηκαν. Μεμονωμένες και ανοργάνωτες απόπειρες έγιναν και από τοπικά σχολεία. Αφήστε που, κατά πολλούς ειδικούς, οι τεχνητές αναδασώσεις είναι σχεδόν πάντα ατελέσφορες. Συγκινητικές μεν αλλά απελπιστικά ανεπαρκείς.
Τα ακαλαίσθητα τσιμεντένια φράγματα έχουν μετατρέψει το δάσος σε πολλά σημεία του σε ένα οπτικό έκτρωμα και το μέλλον αναμένεται δυσοίωνο. Σκουπίδια πεταμένα παντού, ανύπαρκτη ή υποτυπώδης περίφραξη, η απειλή των οικοπεδοφάγων υφίσταται πιο έντονα από ποτέ, στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις (και ΚΑΤΕΧΕΙΣ ό,τι δηλώσεις- χρησικτησία γαρ), οπότε μην απορήσετε αν δείτε σιγά- σιγά στα σημεία που κάποτε έσφυζαν από οξυγόνο και πράσινο να δείτε να ξεπροβάλουν πολυτελείς μεζονέτες.
Δυστυχώς, αυτό ονομάζουμε ποιότητα ζωής στην χώρα μας. Το να μένεις σε διώροφη χλιδάτη κατοικία με θέα το Θερμαϊκό. Όχι να μπορείς να κάνεις τη βόλτα ή το τζόκινγκ σου στο δάσος ή να μπορείς να κάνεις μπάνιο στην παραλία της Αρετσούς, χωρίς να βγάλεις τρίτο αυτί.
Ποιότητα είναι να έχεις ένα πεντακάθαρο σπίτι, που να «ντρέπεται ο μουσαφίρης» να πατήσει στο παρκέ, που μόλις γυάλισε η οικονόμος από τη Γεωργία και που το άδειασε από τα πάσης φύσεως «σκουπίδια» σε (μη οικολογικές εννοείται) μισοσκισμένες σακούλες από το σούπερ μάρκετ. Δεν μας νοιάζουν οι χωματερές, όπου θα οδηγηθούν αυτές οι σακούλες, που στάζουν ζουμιά. Απλά να είναι μακριά από εμάς. Να μην τις βλέπουμε και να μην τις οσφραινόμαστε. Πολιτισμός και σεβασμός στο συνάνθρωπο είναι να φοράμε το ακριβό άρωμα ή αποσμητικό μας σε συσκευασία σπρέι, για να μην μυρίζουμε άσχημα στο μετρό (Πως; δεν έχουμε μετρό; Οκ, στο λεωφορείο). Δεν είναι η προστασία του όζοντος, που καταστρέφουμε καθημερινά με την απερισκεψία και την ευρύτατα ατομικιστική αντίληψή μας.
Βάζω το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, αν και κακίζω κυρίως τους προγόνους μας, που μας εμφύσησαν αυτή τη νοοτροπία. Οι Έλληνες είμαστε ΟΙ ΑΤΟΜΙΣΤΕΣ! Κτητικοί μέχρι αηδίας. Όλα είναι δικά μας. Να πάρουμε στεγαστικό δάνειο, να «κατοχυρώσουμε» τα παιδιά μας, να βάλουν ένα κεραμίδι στο κεφάλι τους. Ακόμα κι αν η μεζονέτα που ψωνίσαμε χτίστηκε μέσα στη μπαζωμένη ρεματιά ή σε πρώην δασικό σημείο. Ακόμα κι αν το 60% των τετραγωνικών μέτρων της φαίνεται να είναι «ημιυπαίθριοι». Τι κι αν κλέβουμε το Κράτος. Πληρώνουμε λιγότερους φόρους; Άρα είμαστε μάγκες. Τι κι αν δηλώνουμε την αντικειμενική του αξία ως αγοραία και κλέβουμε την Εφορία;
Είμαστε δυό φορές μάγκες. Παραβιάσαμε και το συντελεστή δόμησης και ξεγελάσαμε και την πολεοδομία; Πςςςς… Τρεις φορές μάγκες! Ευημερούμε ως μονάδες, μαραζώνουμε ως κοινωνία. Και έπειτα έχουμε την αξίωση από το Κράτος να μας προστατέψει στις πλημμύρες, στις καταστροφές, να έρθει αμέσως στο χώρο της πυρκαγιάς, να διαμορφώσει σωστό Εθνικό Σύστημα Υγείας, να κατασκευάσει αυτοκινητοδρόμους, μετρό, τραμ κλπ. κλπ. Επειδή εμείς ήμασταν τόσο συνεπείς μαζί του και το ενισχύσαμε. Γι’ αυτό και μετά χωρίς καμιά απολύτως αιδώ θα μπορούμε να το κατηγορούμε για οποιοδήποτε από τα κακώς κείμενα της καθημερινότητάς μας, με την παντόφλα και τη βερμούδα το καλοκαίρι ή τη λαστιχένια γαλότσα τα Χριστούγεννα, στα δελτία ειδήσεων (μπου χου χου… καταστράφηκαν οι περιουσίες μας, που είναι το Κράτος).
Παίρνουμε διακοποδάνεια για να πάμε διακοπές στη Mykonos (sic), αδιαφορώντας για τις δόσεις που δεν θα μπορούμε να πληρώσουμε το χειμώνα. Η σχολική έκθεση- θεσμός με θέμα «η αποταμίευση και τα αγαθά της» έπαυσε να υφίσταται προ πολλού και παντού έχει επικρατήσει το πνεύμα «ζήσε το σήμερα» και «σκούπισε τα σκουπίδια κάτω από το χαλάκι. Θα τα βρουν μπροστά τους οι επόμενες γενιές». Δεν πληρώνουμε τις εισφορές του εργαζομένου στην επιχείρησή μας (ΙΚΑΣ; Ποιος είναι ο ΙΚΑΣ; Με ρώτησες εμένα αν θέλω να πληρώνεις τον ΙΚΑ, που έλεγε και ο αείμνηστος Κώστας Χατζηχρήστος στο ρόλο του μπακαλόγατου Ζήκου ) αλλά έχουμε την απαίτηση να εισπράξουμε 1500 ευρώ για σύνταξη και να έχουμε την καλύτερη υγειονομική περίθαλψη, καταρρίπτοντας κάθε μακροοικονομική λογική.
Και ξέρετε ποιο είναι το ωραίο; Βλέπουμε την καταστροφή που έρχεται και καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια. Όταν «θα σκάει το κανόνι» εμείς θα έχουμε φύγει από το μάταιο τούτο κόσμο. Στην καλύτερη περίπτωση θα είμαστε γερόντια και θα μας έχει μείνει τουλάχιστον η μεζονέτα. Αμ πως; Έτσι θα τα αφήναμε τα παιδιά; Χωρίς μια «εξασφάλιση»;
Και ο γείτονας τι θα πει; Δεν θα πει τίποτα. Ή μάλλον θα πει από μέσα του «μπράβο… είδες ο διπλανός; Έγραψε μια σπιταρόνα στον γιό του». Κι ας είναι ο γιος ένας ακόμα από τους «φτωχούς κληρονόμους» της κοινωνίας, όπου ζούμε. Γιατί, ο κληρονόμος δεν παίρνει μαζί του μόνον τα θετικά. Εισπράττει και τα αρνητικά. Στις συναλλαγές, βέβαια, μπορείς να αποποιηθείς την «χρεωμένη» και «επιζήμια» κληρονομιά. Τον πλανήτη, όπου ζούμε, όμως, δεν μπορείς να τον απαρνηθείς.